νεοπαθης

νεοπαθης
    νεοπαθής
    νεο-πᾰθής
    2
    погруженный в свежую скорбь
    

(πατέρ ἢ τεκοῦσα Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νεοπαθης" в других словарях:

  • νεοπαθής — νεοπαθής, ές (Α) αυτός που πρόσφατα υπέπεσε σε πένθος ή σε οδύνη («ἢ τεκοῡσα νεοπαθὴς οἶκτον οἰκτίσαιτ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + παθής (< θ. παθ , πρβλ. ἔ παθ ον, αόρ. β τού πάσχω), πρβλ. πολυ παθής] …   Dictionary of Greek

  • νεοπαθής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • οικτίζω — οἰκτίζω (Α) [οίκτος] 1. αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, ευσπλαγχνίζομαι, οικτίρω («ὅπως μὴ σ αὐτὸν οἰκτιεῑς ποτέ», Αισχύλ.) 2. μέσ. οἰκτίζομαι α) πενθώ β) εκδηλώνω τη λύπη μου («ὅταν Δημοσθένης ἐξαπατῆσαι βουλόμενος καὶ παρακρουόμενος ὑμᾱς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»